Στειριεύς

Στειριεύς
Στειριεύς
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Στειριεῖς — Στειριεύς masc acc pl Στειριεύς masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στειριέων — Στειριεύς masc gen pl Στειριέω̆ν , Στειριεύς masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στειριεῦ — Στειριεύς masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στειριᾶ — Στειριεύς masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στειριᾶς — Στειριεύς masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στειριέως — Στειριέω̆ς , Στειριεύς masc gen sg Στειριεύς masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ФРАСИБУЛ —    • Thrasybūlus,          Θρασύβουλος,        1. тиран милетский, современник и друг Периандра Коринфского (Hdt. 5, 92), противник Алиатта Лидийского, против которого он хитростью отстоял свой город. Нdt. 1, 20 слл.;        2. тиран сиракузский …   Реальный словарь классических древностей

  • Στειριέα — Στειριέᾱ , Στειριεύς masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”